- Αἴγα
- Αἴγᾱ , Αἴγηfem nom/voc/acc dualΑἴγᾱ , Αἴγηfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αἶγα — αἴξ goat masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες … Dictionary of Greek
Αἰγάς — Αἰγά̱ς , Αἰγαί fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶγ' — αἶγα , αἴξ goat masc/fem acc sg αἶγε , αἴξ goat masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγειος — αἴγειος, εία, ειον (Α) (επικ. εκτεταμ. τ. αντί τού αἴγεος) 1. αυτός που ανήκει στην αίγα ή προέρχεται από αίγα, γιδίσιος, κατσικίσιος 2. ο κατασκευασμένος από δέρμα κατσίκας, από γιδοτόμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + επίθημα ειος. ΣΥΝΘ. μσν. αἴγειο… … Dictionary of Greek
αιγάκι — το [αίγα] μικρή αίγα, κατσικάκι … Dictionary of Greek
αιγοειδής — ές αυτός που μοιάζει με αίγα, που έχει τη μορφή κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + ειδής < είδος] … Dictionary of Greek
αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… … Dictionary of Greek